Κάθε γυναίκα χωρίς γυναικολογικό πρόβλημα στο ιστορικό της καλό θα ήταν να επισκεφτεί το γυναικολόγο της με την έναρξη της σεξουαλικής της ζωής. Η ύπαρξη σεξουαλικών επαφών επιτρέπει στον γυναικολόγο να πραγματοποιήσει μια σειρά εξετάσεων με βασικότερη την ανώδυνη λήψη υγρού από το κατώτερο τμήμα του έσω γεννητικού συστήματος της γυναίκας που ονομάζεται τράχηλος.
Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται μία φορά το χρόνο και είναι ευρέως γνωστή ως τέστ Παπανικολάου. Πλέον στις μέρες μας υπάρχουν και πολύ πιο εξειδικευμένες εξετάσεις ως προς την ανάλυση του δείγματος που παίρνουμε από τον τράχηλο χωρίς όμως να αλλάζει η τεχνική και η διαδικασία λήψης του δείγματος.
Το τεστ Παπανικολάου απευθύνεται σε υγιείς γυναίκες. Είναι ένας πληθυσμιακός έλεγχος, δηλαδή ένας έλεγχος που πραγματοποιείται προληπτικά σε όλες τις γυναίκες. Η συντριπτική πλειοψηφία των παθολογικών αποτελεσμάτων αναφέρεται σε προ - καρκινικές βλάβες. Οι περισσότερες από αυτές, με στενή παρακολούθηση θα φύγουν από μόνες τους από τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ σε όσες χρειαστεί να επέμβουμε, θα το κάνουμε για να προλάβουμε τις αλλοιώσεις πολλά χρόνια πριν εξελιχθούν σε κάτι σοβαρό(η εξέλιξη αυτή είναι πολύ αργή και μπορεί να πάρει μέχρι και 10 έως 15 χρόνια μετά από το παθολογικό αποτέλεσμα που πιθανώς έχετε στα χέρια σας). Χρειάζεται ηρεμία και όχι πανικός καθώς οι περισσότερες αλλοιώσεις αντιμετωπίζονται συντηρητικά – χωρίς κάποια επέμβαση. Η σωστή καθοδήγηση και η τακτική παρακολούθηση θα σας βοηθήσουν να απαλλαγείτε από αυτές τις βλάβες και να αποφύγετε αχρείαστες επεμβάσεις.
Η εμφάνιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας έχει μειωθεί κατακόρυφα στις προηγμένες χώρες όπου γίνεται τακτικός γυναικολογικός έλεγχος. Η συχνότητα του ελέγχου παίζει τεράστιο ρόλο σε αυτό καθώς έρευνες δείχνουν πως ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου στον πληθυσμό διπλασιάζεται αν ο έλεγχος με τεστ Παπ μεταφερθεί από ετήσιος σε κάθε τρία χρόνια.
Πέρα από τη συχνότητα, η τεχνολογία έχει συμβάλει στην εξέλιξη του τεστ Παπ σε κυτταρολογία υγρής φάσης και, πρόσφατα, ανίχνευση των E6/E7mRNA των HPV υψηλού κινδύνου που βρίσκουν έγκαιρα και με μεγαλύτερη ακρίβεια την ύπαρξη βλάβης από τον ιό.
Θα ήταν παράδοξο να αποδεχτούμε ότι παραμένουν οι ίδιες και οι πιο ειδικές εξετάσεις που σχετίζονται με την πρόληψη και θεραπεία παθήσεων του κατώτερου γεννητικού συστήματος. Έτσι, έχει υπάρξει σημαντική αλλαγή τα τελευταία δύο χρόνια σε σχέση με την αρχική πρακτική της κολποσκόπησης, όπως αυτή ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970.